Ο Ανακρέων έζησε τον 6ο αι. π.Χ. (δείτε πιο κάτω)

Το ποίημα στα Αρχαία Ελληνικά:
Ἠρίστησα μέν ίτρίου λεπτοῦ μικρόν ἀποκλάς,
οἴνου δ᾽ἐξέπιον κάδον, νῦν δ´ἁβρῶς ἐρύεσσαν
ψἀλλω πηκτίδα τῇ φίλῃ κωμάζων παιδί ἁβρῇ
Ὦ παῖ παρθένιον βλέπων
δίζημαί σε, σὺ δ' οὐ κλύεις,
οὐκ εἰδὼς, ὅτι τῆς ἐμῆς
ψυχῆς ἡνιοχεύεις.
(D 69, D 4)
Οι στίχοι:
Γευμάτισα μ᾽ένα μικρό κομμάτι
που έκοψα παστέλι το πρωί.
κι ήπια γεμάτο κάδο από κρασί.
Και τώρα την ερωτική κιθάρα
παίζω γλυκά την τρυφερή
παιδούλα υμνώντας την αγαπημένη.
Κόρη με το παρθενικό το βλέμμα
σ᾽αναζητώ παντού, μα συ σιωπαίνεις
γιατί πως είσαι ίσως δεν ξέρεις
ο κυβερνήτης της ψυχής μου εσύ.
Σύντομο σχόλιο για τον ποιητή και το ποίημα:
Ανακρέων: Γεννήθηκε στην Ιωνική πόλη Τέω γύρω στο 572 π.Χ. Όταν η πόλη απειλήθηκε απ τους Πέρσες, οι κάτοικοι εποίκησαν τα Άβδηρα. Ο Ανακρέων ήδη γνωστός ποιητής της μονωδείας προσεκλήθη κι’ αυτός από τον Πολυκράτη στη Σάμο. Μετά την δολοφονία του τυράννου το 522 π.Χ. πήγε στην Αθήνα. Η ποιητική του αύρα αγγίζει την επιφάνεια, όμως με χάρη για την οποία δικαίως υπερηφανευόταν: “χαρίεντα μεν γαρ άδω χαρίεντα δ’ οίδα λέξαι”, απολαμβάνει το κρασί “ανυβρίστως”, δημιουργώντας την παράδοση ότι πέθανε γέρος από ασφυξία, καταπίνοντας μια ρόγα σταφύλι.
Τα σχόλια για τους ποιητές έγραψε ο Κωνσταντίνος Μαρτινίδης
